- σαρκοπαγής
- σαρκο-πᾰγής, ές, ([etym.] πήγνυμι)A compact of flesh, APl.4.134 (Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαρκοπαγής — compact of flesh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκοπαγής — ές, ΜΑ (ποιητ. τ.) αποτελούμενος από σάρκα, σαρκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*, πρβλ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. ξυλο παγής] … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek